διακροτώ

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source

Greek Monolingual

διακροτῶ (-έω) (AM)
μσν.
διακηρύττω
αρχ.
1. γαμώ
2. αναλύω στα συνθετικά μέρη
3. διασπώ τα δεσμά.