διακυβερνώ

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

(Α διακυβερνῶ, -άω)
κυβερνώ, διοικώ, διευθύνω.