διαλυτότητα

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436

Greek Monolingual

η χημ.
η ιδιότητα ενός σώματος να διαλύεται μέσα σε διαλύτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1802 στον Θεοδόσιο Ηλιάδη].