διαμονομαχέω

From LSJ

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμονομᾰχέω Medium diacritics: διαμονομαχέω Low diacritics: διαμονομαχέω Capitals: ΔΙΑΜΟΝΟΜΑΧΕΩ
Transliteration A: diamonomachéō Transliteration B: diamonomacheō Transliteration C: diamonomacheo Beta Code: diamonomaxe/w

English (LSJ)

fight a single combat, πρὸς ἀδελφούς Plu.2.482c, cf. Hld.7.16.

Spanish (DGE)

batirse en duelo ὑπὲρ οἰκοπέδου ... πρὸς ἀδελφούς Plu.2.482c, cf. Hld.7.16.3, Aps.p.234 (cód.).

German (Pape)

[Seite 590] einen Zweikampf haben; πρός τινα ὑπέρ τινος, Plut. de frat. am. 8; τινί, Heliod. 7, 16.

French (Bailly abrégé)

διαμονομαχῶ :
lutter en combat singulier.
Étymologie: διά, μονομαχέω.

Greek (Liddell-Scott)

διαμονομᾰχέω: διεξάγω μονομαχίαν, πρός τινα Πλούτ. 2. 482C· τινὶ Ἡλιόδωρ. 7, 16.

Russian (Dvoretsky)

διαμονομᾰχέω: единоборствовать (πρός τινα Plut.).