διαπαιδαγωγώ

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source

Greek Monolingual

(Α διαπαιδαγωγῶ, -έω)
1. επιβλέπω την αγωγή παιδιού
2. ανατρέφω, διαπλάθω τον χαρακτήρα παιδιού
αρχ.
1. περιποιούμαι, τέρπω
2. περνώ τον καιρό μου.