διαπλόκινος
From LSJ
τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk
English (LSJ)
διαπλόκινον, = διάπλοκος (interwoven, plaited), σκάφιον Str. 17.1.50.
Spanish (DGE)
-ον trenzado, entretejido σκάφιον Str.17.1.50.
German (Pape)
[Seite 596] = folgdm, Strab. XVII p. 818.
Greek (Liddell-Scott)
διαπλόκινος: -ον, = ἑπ., Στράβ. 818.