διασαφώ
From LSJ
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
Greek Monolingual
και διασαφηνίζω (AM διασαφῶ, -έω, διασαφηνίζω
Α και διασαφηνῶ, -έω)
1. καθιστώ κάτι σαφές, δείχνω φανερά
2. εκθέτω ή αποδεικνύω κάτι με σαφήνεια.