διαφορετικός

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ -ός, -ή, -όν)
αυτός που διαφέρει σε σύγκριση με άλλο, αλλιώτικος.