φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone
-ή, -ό (Μ -ός, -ή, -όν)αυτός που διαφέρει σε σύγκριση με άλλο, αλλιώτικος.