διαχώννυμι

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source

German (Pape)

[Seite 614] = διαχόω, Strabo.

Greek (Liddell-Scott)

διαχώννυμι: διαχόω, Στράβ. 245.

Greek Monolingual

διαχώννυμι και διαχῶ (-όω) (Α)
1. γεμίζω με χώμα, επισωρεύω χώμα
2. οχυρώνω με χώμα.

Greek Monotonic

διαχώννῡμι: = διαχόω, σε Στράβ.