διαψηλαφάω
Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each
English (LSJ)
handle a thing, Herod. Med. ap. Orib.6.20.10, Sor. 1.100, Aq.Ge.31.34, Sm.Is.59.10.
Spanish (DGE)
1 explorar con las manos, tentar σύμπασαν τὴν σκέπην Aq.Ge.31.34, cf. Sm.Is.59.10, οἱονεὶ διαψηλαφᾷ καὶ ζητεῖ πάντα τὸν σύνεγγυς τόπον Porph.in Harm.83.30
•medic. palpar τὰ ἄκρα Paul.Aeg.2.47, τὸν ὄσχεον Paul.Aeg.6.64.2, τὴν ὀσφύν Hippiatr.30.22, en v. pas. διαψηλαφάσθω δὲ καὶ τὰ περὶ τὴν κεφαλήν Herod.Med. en Orib.6.20.10
•frotar γλῶττάν τε καὶ οὖλα καὶ χαλινά Sor.76.30.
2 fig. traer entre manos, ocuparse de τὰς χρηματικὰς ὑποθέσεις Lyd.Mag.3.20, ἄλλα πράγματα Sch.Pi.P.2.155c.
German (Pape)
[Seite 614] durchtasten, durchversuchen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διαψηλᾰφάω: ψηλαφῶ τι ἐντελῶς, ἐξετάζω καλῶς, Λατ. pertrectare, Ἑβδ. Ὀρειβάσ. σ. 103 Matth. -Ρηματ. ἐπίθ. -φητέον, Παῦλ. Αἰγ. σ. 47. 27.