διγνωμία

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

Greek Monolingual

(ΜΝ) και διγνωμιά, η δίγνωμος
η αμφίρροπη γνώμη πάνω σ' ένα ζήτημα, διβουλία, αμφιταλάντευση.