διενεργώ

From LSJ

τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)

Source

Greek Monolingual

(AM διενεργῶ, -έω) ενεργώ
διεξάγω ολοκληρώνοντας ορισμένη διαδικασία.