διπλωτής
From LSJ
ἐὰν οὖν τὰ μαλακὰ σκληρῶς καὶ τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγηται, πιθανὸν γίγνεται → but if, as a result, gentle things are said harshly and harsh things gently, the result is unpersuasive
ἐὰν οὖν τὰ μαλακὰ σκληρῶς καὶ τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγηται, πιθανὸν γίγνεται → but if, as a result, gentle things are said harshly and harsh things gently, the result is unpersuasive
ο (θηλ. διπλώτρια, η) διπλώνω
εργάτης που ασχολείται με το δίπλωμα υφασμάτων, χαρτιού κ.λπ., αυτός που διπλώνει (έντυπα κ.λπ.) σε ορισμένο σχήμα.