διπλώνω

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

Greek Monolingual

(AM διπλῶ, -όω) διπλούς
1. τσακίζω κάτι σε δύο ή περισσότερα μέρη
2. διπλασιάζω
νεοελλ.
1. τυλίγω, περιτυλίγω
2. πτύσσω, μαζεύω, κάμπτω
αρχ.
1. επαναλαμβάνω μια πράξη
2. πολλαπλασιάζω επί δύο
3. πληρώνω τα διπλά.