δισσαχῇ
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
Adv. at two points, Arist. de An.406b32.
Spanish (DGE)
adv. en dos lugares Arist.de An.406b32.
Greek Monolingual
δισσαχῇ και δισσαχοῦ και διτταχοῦ (Α) δισσός
επίρρ. σε δύο μέρη, σε δύο τμήματα.
German (Pape)
an zwei Orten, zweifach; Arist. anim. 1.3.