διφρίας

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Greek (Liddell-Scott)

διφρίας: -ου, ὁ, «ὁ ἑδραῖος καὶ καθήμενος ἀεί, οἱον ἀργὸς» Ἡσύχ. Κατὰ διόρθωσιν τοῦ Δινδορφ. ἀντὶ δίφρις. Ἴδ. Κόντ. Γλ. Παρ. σ. 342.