διϊέναι

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source

French (Bailly abrégé)

inf. prés. de δίειμι²;
inf. prés. de διΐημι.

Russian (Dvoretsky)

διϊέναι:
I inf. к δίειμι II.
II inf. к διΐημι.