διόρυξη

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

Greek Monolingual

η (AM διόρυξις) διορύσσω
η διασκαφή, το να διανοιγεί με σκάψιμο τάφρος ή υπόγειος διάδρομος.