διώξιμο

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek Monolingual

το
εκδίωξη, αποπομπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σχηματίστηκε από το θ. του μέλλοντα διώξω (του ρ. διώκω) + (κατάλ.) -ιμο (πρβλ. γράφω-γράψω-γράψιμο)].