πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στον δολοφόνο ή στη δολοφονία
2. αυτός που γίνεται με σκοπό τη δολοφονία («δολοφονική απόπειρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].