Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
[Seite 665] ἡ, ion. u. ep. δρήστειρα, w. m. s.
v. δρήστειρα.
δράστειρα: эп.-ион. δρήστειρα ἡ служанка, работница Hom.