δυναμόμετρο

From LSJ

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source

Greek Monolingual


το
1. συσκευή που χρησιμεύει για τη μέτρηση της έντασης μιας δύναμης
2. όργανο που μετρά τη μεγέθυνση τών διοπτρών και τών τηλεσκοπίων.