δυσαρεστώ

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source

Greek Monolingual

(AM δυσαρεστῶ -έω)
προκαλώ σε κάποιον δυσαρέσκεια, τον κάνω να στενοχωρηθεί
νεοελλ.
1. μεσ. (-ούμαι)
αισθάνομαι δυσαρέσκεια, στενοχώρια
2. δυσφορώ, θυμώνω, με κάποιον ή κάτι
αρχ.
δεν ευχαριστούμαι, θεωρώ τον εαυτό μου προσβεβλημένο εξαιτίας κάποιου.