δυσαρεστώ

From LSJ

καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει → time and tide wait for no man

Source

Greek Monolingual

(AM δυσαρεστῶ -έω)
προκαλώ σε κάποιον δυσαρέσκεια, τον κάνω να στενοχωρηθεί
νεοελλ.
1. μεσ. (-ούμαι)
αισθάνομαι δυσαρέσκεια, στενοχώρια
2. δυσφορώ, θυμώνω, με κάποιον ή κάτι
αρχ.
δεν ευχαριστούμαι, θεωρώ τον εαυτό μου προσβεβλημένο εξαιτίας κάποιου.