δυσαρεστώ
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
Greek Monolingual
(AM δυσαρεστῶ -έω)
προκαλώ σε κάποιον δυσαρέσκεια, τον κάνω να στενοχωρηθεί
νεοελλ.
1. μεσ. (-ούμαι)
αισθάνομαι δυσαρέσκεια, στενοχώρια
2. δυσφορώ, θυμώνω, με κάποιον ή κάτι
αρχ.
δεν ευχαριστούμαι, θεωρώ τον εαυτό μου προσβεβλημένο εξαιτίας κάποιου.