δυσελπίστως
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
Russian (Dvoretsky)
δυσελπίστως: безнадежно: δυσελπίστως ἔχειν или δυσελπίστως διακεῖσθαί τινι Polyb. лишиться надежды на что-л., отчаяться в чем-л.