δυσλειτουργία

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source

Greek Monolingual

η
1. ακανόνιστη, ανώμαλη, αυξημένη ή ελαττωμένη λειτουργία οργάνου, αδένα κ.λπ.
2. κακή λειτουργία οργανισμού, υπηρεσίας κ.λπ.