δυσπαράγραφος

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπαράγρᾰφος Medium diacritics: δυσπαράγραφος Low diacritics: δυσπαράγραφος Capitals: ΔΥΣΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: dysparágraphos Transliteration B: dysparagraphos Transliteration C: dysparagrafos Beta Code: duspara/grafos

English (LSJ)

δυσπαράγραφον, hard to define, ποσότης Plb.16.12.10; hard to state precisely, Id.18.15.1; hard to terminate, of life, Phld.Herc. 1251.16.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de definir ἡ ποσότης Plb.16.12.10, ὁ τόπος de un tema de estudio, Plb.18.13.3
difícil de establecer con precisión τίσιν οὖν εἰκότως ἂν ἐπιφέροι τις τὴν ὀνομασίαν ταύτην, ἔστι μὲν δυσπαράγραφον Plb.18.15.1
neutr. subst. τὸ δ. dificultad de determinar, de precisar el momento de la muerte, Phld.Elect.16.14.

German (Pape)

[Seite 686] schwer zu begränzen, zu bestimmen; ἡ ποσότης Pol. 16, 12, 10; 17, 15, 1.

Russian (Dvoretsky)

δυσπαράγρᾰφος: трудно определимый (δ. ἐστιν ἡ ποσότης, οὐ μὴν ἀπαράγραφός γε Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσπαράγρᾰφος: -ον, δυσκόλως ὁριζόμενος ἢ περιοριζόμενος, Πολύβ. 16. 12, 10, κτλ.

Greek Monolingual

δυσπαράγραφος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα προσδιορίζεται
2. (για τη ζωή) αυτός που δύσκολα τερματίζεται.