δυσόριστος

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσόριστος Medium diacritics: δυσόριστος Low diacritics: δυσόριστος Capitals: ΔΥΣΟΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dysóristos Transliteration B: dysoristos Transliteration C: dysoristos Beta Code: duso/ristos

English (LSJ)

δυσόριστον,
A difficult to adapt to a limit, Arist.Mete.378b24, GC329b32.
II difficult to define, χαρακτήρ D.H.Din.5.

Spanish (DGE)

-ον
que difícilmente adopta un límite impuesto op. εὐόριστος ref. a los sólidos, Arist.GC 329b32, cf. Mete.378b24, Simp.in Ph.481.32, del estilo de un orador, D.H.Din.5.1, τὰ δυσόριστα καὶ στενόπορα (δάπεδα) Them.Or.18.217a, δυσόριστόν ἐστι τὸ κτιστὸν καὶ ἀόριστον· οἷον ἄγγελος, ψυχή, καὶ δαίμων Ath.Al.M.28.536B.

German (Pape)

[Seite 685] schwer zu begränzen, zu bestimmen, Dion. Hal. de Din. 5 u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

δυσόριστος: трудно определимый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

δυσόριστος: -ον, δυσκόλως περιοριζόμενος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 1. 3, Γεν. καὶ Φθορ. 2. 2, 4. ΙΙ. Δυσκόλως ὀριζόμενος, Διον. Ἁλ. π. Δεινάρχ. 5.

Greek Monolingual

δυσόριστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα περιορίζεται
2. εκείνος που δύσκολα ορίζεται.