ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)
ο (AM δωριεύς)(συν. στον πληθ. δωριείς)1. απόγονοι του Δώρου, γιου του Έλληνα, μία από τις τέσσερεις ελληνικές φυλές2. δωρικός.