δωριεύς

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source

Greek Monolingual

ο (AM δωριεύς)
(συν. στον πληθ. δωριείς)
1. απόγονοι του Δώρου, γιου του Έλληνα, μία από τις τέσσερεις ελληνικές φυλές
2. δωρικός.