Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
ἐΰβροχος, -ον (Α)(για κυνηγετικό δίχτυ) αυτός που έχει πολλούς και στερεούς βρόχους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βρόχος.