εβραίικος

From LSJ
Menander, fragment 761

Greek Monolingual

-η, -ο
1. εβραϊκός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Εβραίικα
α) η εβραϊκή γλώσσα
β) η εβραϊκή θρησκεία
γ) η συνοικία ή τα καταστήματα τών Εβραίων
3. φρ. «εβραίικα παζάρια» — επίμονες διαπραγματεύσεις για την τιμή ενός εμπορεύματος.