εγκελεύω

From LSJ

ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational

Source

Greek Monolingual

ἐγκελεύω (Α)
1. προτρέπω, παρακινώ
2. μέσ. διατάσσω, παραγγέλλω
3. φρ. «τὸ πολεμικὸν ἐγκελεύομαι» — σαλπίζω έφοδο.