εγκροτώ

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source

Greek Monolingual

ἐγκροτῶ (-έω) (Α)
1. χτυπώ στο έδαφος
2. χτυπιέμαι αμοιβαία
3. χτυπώ την πόρτα
4. καρφώνομαι.