γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
(AM ἐγχειρίζω)δίνω στο χέρι, εμπιστεύομαι, αναθέτω, παραδίνω («ἐνεχείρισε τὸ βρέφος»)μσν.- νεοελλ.εγχειρώαρχ.-μσν.αποδέχομαι κάτι που μού προσφέρεταιαρχ.παραδίνομαι.