καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)
-η, -ο (AM ἐθελόκακος, -ον)1. αυτός που θέλει να είναι κακός2. (για στρατιώτη) ένοχος για εσκεμμένη δειλία.