εθελόκακος

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐθελόκακος, -ον)
1. αυτός που θέλει να είναι κακός
2. (για στρατιώτη) ένοχος για εσκεμμένη δειλία.