εθνοφυλακή

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source

Greek Monolingual

η
η οργάνωση ένοπλων πολιτών για την τήρηση της τάξης ή την άμυνα της χώρας σε ανώμαλες περιστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833J.