ειδικότητα

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα του ειδικού, αποκλειστική ικανότητα σε κλάδο της επιστήμης ή της τέχνης («είναι έξω από την ειδικότητά του»)
2. εξειδίκευση
3. ειδική προπαρασκευή.