ειδύλλιο

From LSJ

ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)

Source

Greek Monolingual

το (Α εἰδύλλιον)
σύντομο ποίημα εξαίρετης τεχνικής, χαρακτηριστικό δημιούργημα της βουκολικής ποίησης της ελληνιστικής εποχής
νεοελλ.
1. πεζό περιγραφικό διήγημα με αισθηματικό περιεχόμενο
2. τρυφερός ερωτικός δεσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < είδος + υποκορ. επίθημα -ύλλιον].