ειρκτή

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source

Greek Monolingual

η (Α εἱρκτή και εἰρκτή και ἑρκτή)
φυλακή, δεσμωτήριο
νεοελλ.
πρόσκαιρη κάθειρξη
αρχ.
γυναικωνίτης.