εισδοχή

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source

Greek Monolingual

η (AM εἰσδοχή)
είσοδος, ένταξη («η εισδοχή της Κύπρου στα Ηνωμένα Έθνη»)
αρχ.
1. παραλαβή σιτηρών
2. υποδοχή.