εισικνούμαι

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

Greek Monolingual

εἰσικνοῦμαι (-έομαι) (Α)
1. έρχομαι, φθάνω μέσα
2. διαπερνώ.