εκατοστάρι

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source

Greek Monolingual

και κατοστάρι, το
1. το νόμισμα τών εκατό δραχμών, το εκατοστάρικο
2. βάρος εκατό δραμιών
3. ποσότητα υγρού εκατό δραμίων καθώς και το δοχείο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση αυτής της ποσότητας, το κατοσταράκι.