εκβάλλιο

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source

Greek Monolingual

το
εκβάλλιο το ελατήριο
η πικραγγουριά, φυτό της οικογένειας κουκουρβιτίδες, του οποίου όταν ωριμάσει ο καρπός εκτοξεύει τα σπέρματα σε μεγάλη απόσταση.