εκδικητής

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86

Greek Monolingual

και γδικιωτής, ο (θηλ. εκδικήτρα και εκδικήτρια, η) (AM ἐκδικητής)
1. αυτός που ανταποδίδει το κακό, ο τιμωρόςεκδικητής του φόνου του πατέρα του»)
2. υπερασπιστής, προστάτηςἐκδικητής τών αδυνάτων»).