εκθάπτω

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554

Greek Monolingual

και ξεθάπτω και ξεθάβω (AM ἐκθάπτω)
1. βγάζω από τον τάφο
2. γεν. ξεχώνω κάτι καλά κρυμμένο
νεοελλ.
ανακαλύπτω κάτι χαμένο ή λησμονημένο.