εκθέω

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source

Greek Monolingual

ἐκθέω (Α)
1. τρέχω έξω
2. κάνω εξόρμηση
3. (για βέλη) πετώ προς τα έξω.