κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
ἐκθέω (Α)1. τρέχω έξω2. κάνω εξόρμηση3. (για βέλη) πετώ προς τα έξω.