εκκεντρικότητα

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

η
1. θέση έξω από το κέντρο, η απόσταση από το κέντρο, η εκκεντρότητα
2. η ιδιότητα του εκκεντρικού, η ιδιοτροπία.