εκκύκλημα
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
Greek Monolingual
το (AM ἐκκύκλημα Α και ἐκκύκληθρον)
ξύλινο μηχάνημα με τροχούς στο αρχαίο θέατρο για να φαίνεται το εσωτερικό της σκηνής και όσα διαδραματίζονταν εκεί.