εκνευρισμός

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source

Greek Monolingual

ο (Μ ἐκνευρισμός)
νεοελλ.
1. διαταραχή της ισορροπίας του νευρικού συστήματος
2. αναστάτωση, ανησυχία
μσν.
αποχαύνωση.