εκνευρισμός
From LSJ
Greek Monolingual
ο (Μ ἐκνευρισμός)
νεοελλ.
1. διαταραχή της ισορροπίας του νευρικού συστήματος
2. αναστάτωση, ανησυχία
μσν.
αποχαύνωση.
ο (Μ ἐκνευρισμός)
νεοελλ.
1. διαταραχή της ισορροπίας του νευρικού συστήματος
2. αναστάτωση, ανησυχία
μσν.
αποχαύνωση.